Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 32
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 32
εκδώσει ετυμηγορία
εκδώσει μια προειδοποίηση
εκεί
εκεί έξω
εκείνοι
εκεχειρία
έκθαμβος
Εκθαμβωτικά
εκθαμβωτικός
εκθειάζω
έκθεμα
εκθέσει
έκθεση
Εκθεση ΙΔΕΩΝ
έκθεση χειροτεχνίας
εκθεσιακό χώρο
εκθεσιακός χώρος
εκθέτης
εκθετική αύξηση
εκθετικός
έκθετο βρέφος
εκθρονίζω
εκθρονίστηκε
εκκαθάριση
εκκεντρικός
εκκεντρικότητα
εκκεντροφόρος άξονας
εκκενώνω
εκκίνηση
έκκληση
έκκληση για βοήθεια
Εκκλησία
εκκλησιαζόμενος
εκκλησίασμα
εκκλησιαστικό χορήγημα εφημέριου
εκκλησιαστικός
εκκολαπτήριο
εκκολαπτόμενος
εκκρεμές
εκκρεμής
εκκρεμότητες
εκκρίνω
έκκριση
εκκριτικός
Εκκωφαντική σιωπή
εκκωφαντικό
Εκλεγμένο μέλος
εκλεγμένος
εκλεγμένος πρόεδρος
εκλέγω πάλι
εκλείπω
έκλειψη
εκλεκτά τρόφιμα
εκλεκτική λειτουργία
εκλεκτικός
εκλέκτορας
εκλεκτός
εκλεπτυσμένο
εκλέρ
εκλιματίζω
εκλιπαρώ
εκλογή
εκλογική περιφέρεια
εκλογικό κολέγιο
εκλογικό σώμα
εκμαγείο
εκμαιεύω
εκμεταλλεύομαι
εκμεταλλεύσεις
εκμετάλλευση
εκμηδενίζω
εκμηδένιση
εκμισθωτής
εκμοντερνίζω
εκνευρίζομαι
εκνευρίζω
εκνευρισμός
εκνευριστικός
Εκουαδόρ
Εκπαιδευμένο
Εκπαιδευμένο προσωπικό
εκπαιδεύσει
εκπαίδευση
εκπαίδευση στο κολέγιο
εκπαιδευτήριο
εκπαιδευτής
Εκπαιδευτική έρευνα
εκπαιδευτικό ίδρυμα
Εκπαιδευτικό παιχνίδι
Εκπαιδευτικό περιβάλλον
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα
εκπαιδευτικό σύστημα
εκπαιδευτικός
εκπατρισμένος
εκπέμπουν
εκπίπτει φόρου
εκπληκτική
εκπληκτικός
έκπληκτος
έκπληξη
εκπληρώ
εκπληρώσει μια λειτουργία
Εκπληρώσει μια υποχρέωση
εκπλήρωση
Εκπλήσσομαι
εκπλήσσω
εκπνέω
εκπομπή
εκπρόθεσμος
εκπρόσωπος
εκπρόσωπος Τύπου
εκπροσωπώ
εκπτώσεις
έκπτωση
έκπτωση πενήντα τοις εκατό
έκπτωτος μονάρχης
εκπυρσοκροτώ
εκραγεί
εκρήγνυμαι
εκρήγνυμαι πρόωρα
εκρηκτικός
έκρηξη
εκρίζω
εκρίζωση
εκροή
εκσκάπτω
εκσκαφέας
εκσπερμάτωση
έκσταση
εκστατικά
εκστατικός
εκστρατεία
εκστρατεία βομβαρδισμού
εκσυγχρονίζοντας
εκσυγχρονίζω
εκσυγχρονισμός
έκτακτες ειδήσεις
έκτακτη συνεδρίαση
έκτακτος
εκταμίευση
εκτάριο
έκταση
εκτεθειμένος
εκτελέσει το έργο
εκτέλεση
εκτελέστε μια αποστολή
εκτελεστής
εκτελεστής διαθήκης
εκτελεστικό απόσπασμα
εκτελεστικό σκέλος
εκτελεστικός
εκτελεστικός διευθυντής
εκτελεστικός παραγωγός
εκτελώ
εκτελωνισμός
εκτενής
εκτενώς
εκτεταμένη εμπειρία
Εκτεταμένη έρευνα
εκτεταμένη οικογένεια
Εκτεταμένη χρήση
εκτιμάται
εκτίμηση
εκτιμητής
εκτιμητικός
Εκτιμώ
εκτιμώ εκ νέου
εκτιμώ πολύ
εκτιμώμενο κόστος
εκτόξευση
εκτοπίζω
εκτός
έκτος
εκτός από
εκτός δρόμου
εκτος εαυτου
εκτός είδους
εκτός εποχής
εκτός ισορροπίας
εκτός λειτουργίας
εκτός νόμου
εκτός οπτικού πεδίου
εκτός ορίων
εκτός πόλης
εκτός ράμπας
Εκτός σύνδεσης
εκτός τόπου
εκτός του συνηθισμένου
εκτός φόρμας
έκτοτε
εκτραχύνω
εκτρέπομαι
εκτρεπόμενος
εκτρέπω
εκτροπή
εκτροχιάζω
εκτροχιάστηκε
εκτρωτικός
εκτυλίσσω
εκτύπωσε
previous
28
29
30
31
32
33
34
35
36
next