Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 37
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 37
επαγγελματική κατάρτιση
επαγγελματική συναλλαγή
επαγγελματικός
επαγγελματικός τομέας
επαγγέλομαι
επαγρύπνηση
επαγωγή
επαγωγικό συλλογισμό
επαγωγικός
Έπαθα ένα ατύχημα
έπαθε βλάβη
έπαινος
επαινώ
επαίσχυντος
επαιτεία
επαιτώ
Επακόλουθη απώλεια
επακόλουθος
επακολουθώ
επακρώς
επαλείφω
επάλειψη
επαλήθευση
Επαληθεύτηκε
επαληθεύω
επαναβεβαιώ
επαναλαμβανόμενες
επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβάνοντας
επαναλαμβάνω
επανάληψη
επαναξιολόγηση
επαναπατρίζομαι
επαναπατρισμός
επαναπρογραμματίζω
επαναπροσδιορίσει
επανάσταση
επαναστάτης
επαναστατικός
επαναστρέφω
επαναστροφή
Επανασχεδιασμός
επανατοποθέτηση
επανατύλιξη
επαναφαίνομαι
επαναφέρω
επαναφορά
επαναφόρτιση
Επαναχρησιμοποίηση
επαναχρησιμοποιήσιμο
Επανδρωμένο
επανειλημμένα
επανεκκίνηση
επανεκτίμηση
επανελέγχω
επανενεργοποιήσει
επανένωση
Επανεπεξεργασία
επανοπλισμός
επανορθώνω
Επανυπολογισμός
επανυπολογίστε
επάνω
επάρκεια
Επαρκείς αποδείξεις
επαρκής
επαρκώ
επαρκώς
έπαρση
επαρχία
επαρχιακός
επαυξημένη
επαχθής
επείγον
επειγόντως
Επείγουσα δράση
επείγουσα λειτουργία
επείγων
επειδή
επειξειργασμένος από ραπτήν
επεισοδιακός
επεισόδιο
έπειτα
επεκτάθηκε
επέκταση
επεκτατικός
επεκτείνεται
επεκτείνονται γρήγορα
επεκτείνουν
επεκτείνω
επεμβαίνω
επένδυση
επένδυση κεφαλαίων
επενδυτής
επενδύω
επεξεργάζομαι
επεξεργάζομαι, διαδικασία
επεξεργασία
επεξεργασία πληροφορίας
επεξεργασμένα
επεξεργαστείτε
Επεξεργαστή
επεξηγηματικός
επέτειος
επευφημία
επευφημίες
επηρεάζεται σοβαρά
Επηρεάζονται άμεσα
επηρεάζονται σοβαρά
επηρεάζουν
Επηρεάζουν άμεσα
Επηρεάζουν την ανάπτυξη
Επηρεάζουν το αποτέλεσμα
επηρεάζων
επηρεάσει αρνητικά
επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό
επί
επί ίσοις όροις
επί κεφαλής
επί πλέον
επί πληρωμή
επί τόπου
επί του αντίκτυπου
επί του παρόντος
επί του παρόντος διαθέσιμο
επιβάλει κυρώσεις
επιβάλει περιορισμούς
επιβάλλει όρους
επιβάλλω
επιβάτης
επιβεβαιωμένος
επιβεβαιώνουμε
επιβεβαιώνω
επιβεβαίωση
επιβεβαιώστε μια συναλλαγή
επιβήτορας
επιβιβάζομαι
επιβίβαση
επιβίωση
επιβλαβής
επιβλέπω
επίβλεψη
επιβλητικός
επιβολή
επίβουλος
επιβράβευση
Επιβράδυνση
επιβραδυντής
επιβραδύνω
επιγαμίες
Επίγευση
επίγνωση
επιγονάτιδα
επίγραμμα
επιγραφή
επιγράφω
επιδεικνύουν ικανότητα
επιδεικνύω
επιδεικνύων πνεύμα
επιδεικτικώς
επιδείνω
επιδεινώθηκε
επιδείνωση
επίδειξη
επίδειξη πυροτεχνημάτων
επιδέξια
επιδέξιος
επιδεξιότητα
επιδεξίως
επιδερμίδα
επίδεσμος
επιδημία
επιδημία γρίπης
Επιδημιολογία
Επιδημιολόγος
επιδικάζω
επιδιόρθωση
επιδιώκω
επιδιώξεις
επιδίωξη
επιδοκιμασία
επίδομα
επίδομα ανεργίας
επίδομα διατροφής
επίδοξος
επιδόρπιο
επιδότηση
επιδοτώ
επιδρομέας
επιδρομή
επιείκεια
επιεικής
επιζήμια επίδραση
επιζώ
επιζών
επιθανάτιος κλίνη
επίθεση
επιθετικά
επιθετικός
επιθετικότητα
previous
33
34
35
36
37
38
39
40
41
next