Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 45
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 45
θερμικός
θερμόαιμος
θερμοδυναμική
θερμοκέφαλος
Θερμοκήπιο
θερμοκρασία
θερμόμετρο
θερμόμετρο Φαρενάιτ
θερμοπομπός
θερμός
θερμοσίφωνας
θερμότητα
Θερμούς χαιρετισμούς
Θες να πας μαζί μου?
θέσει έναν στόχο
θέσει τις βάσεις
θέση
θέση αεροπόρου
θέση επιβάτη
θέση στο παράθυρο
θέση του διευθυντή
Θεσμική
θεσμοθετήσει
θεσπίζω
Θετή αδερφή
θετή μητέρα
Θετική απάντηση
θετική επίδραση
Θετική επιρροή
θετικό αποτέλεσμα
θετικό τεστ
θετικός
θετικώς
θετό παιδί
θετοί γονείς
θετός
θετός πατέρας
θέτω
θέτω επι τινός
θεώρημα
θεωρημένη γνώμη
θεώρηση
θεωρητικά
θεωρητικός
θεωρία
θεωρία συνωμοσίας
θεωρία της εξέλιξης
Θεωρία της σχετικότητας
θεωρούν δεδομένο
θεωρώ
Θεωρώντας
θήκη
θηλάζω
θηλασμός
θηλαστικό ζώο
θηλαστικός
θηλειά τίγρης
θηλή
θηλή μαστού
θηλιά
θηλυκό ζώο
θηλυκός
θηλυκότητα
θηλυπρέπεια
θηλυπρεπής
θηρίο
θηριωδία
θησαυρός
θίασος
θιασώτης
Θιβέτ
Θιβετιανός
Θλιβερά
θλιβερός
θλίβομαι
θλιμμένα
θλιμμένος
θλίψη
θνησιμότητα
θνητός
θόλος
θολός
θολούρα
θολώνω
θορυβημένος
θόρυβος
θορυβώδης
θορυβωδώς
θράκα
θράσος
θρασύς
θρασύτητα
θραύση
θραύσμα
θραύσμα αγγείου
θραύστης
θρεπτικός
θρέψη
θρήνος
θρηνώ
θρηνώδης
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευτικο πιστευω
θρησκευτικός
θρησκοληψία
θριαμβευτικός
θριαμβευτικώς
θρίαμβος
θρόμβος
θρόνος
θρύλος
θρυμματίζω
θρυμματισμένος
θρυμματισμός
θρυμματίστηκε
θυγατρική
θυγατρικό κελί
θυγατρικός
θύελλα
θυελλώδης
θυελλώδης άνεμος
Θύλακας
θύλακας των ορχέων
θύμα
θύμα ληστείας αυτοκινήτου
θυμάμαι
θυμάρι
Θυμήσου
θυμίαμα
Θύμισε μου
θυμός
θυμωμένα
θυμωμένος
θυμώνω
θύρα
θυρεοειδής αδένας
θυρίδα
θυροειδής
θυρωρός
θυρωρός με στολή
θυσία
θυσιάζω
θώρακας
θωρακισμένος
θωρηκτό
ιαγουάρος
Ιαμαϊκή
ιαματική πηγή
ιαματικό νερό
Ιανουάριος
Ιαπωνία
Ιαπωνικά
ιατρείο
ιατρικές προμήθειες
ιατρικές υπηρεσίες
ιατρική αμέλεια
ιατρική βοήθεια
ιατρική εξέταση
ιατρική κατάσταση
ιατρική παρακολούθηση
ιατρική περίθαλψη
ιατρική συμβουλή
ιατρική συνταγή
ιατρική Σχολή
ιατρική φροντίδα
ιατρικό ιστορικό
ιατρικό προσωπικό
ιατρικός
ιατροδικαστική
ιατρός
Ιδανικά
ιδανικά προσαρμοσμένο
Ιδανική ευκαιρία
ιδανικό
ιδέα
ιδεολογία
ιδεολογικός
ίδια ποσότητα
ιδιαίτερα
ιδιαίτερα δύσκολο
ιδιαίτερα προβληματισμένος
ιδιαίτερα σημαντικό
Ιδιαίτερη έμφαση
ιδιαίτερη πατρίδα
Ιδιαίτερη προσοχή
ιδιαίτερη σημασία
ιδιαίτερο δωμάτιο εν πλοίω
ιδιαιτερος
ιδιαίτερος
ιδιαιτερώς
ίδιο
ιδιοκτησία
ιδιόκτητη περιουσία
ιδιοκτήτης
Ιδιοκτήτης σπιτιού
ιδιόκτητος
ιδιόμορφος
ιδιορρυθμία
ιδιοσυγκρασία
previous
41
42
43
44
45
46
47
48
49
next