Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 47
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 47
Ισχύουν εξίσου
Ισχυρή δέσμευση
ισχυρή θέληση
ισχυρή υπόθεση
Ισχυρή υποστήριξη
ισχυρίζομαι
ισχυρισμός
ισχυρίστηκε
Ισχυρό επιχείρημα
ισχυρογνωμοσύνη
ισχυρογνώμων
ισχυρός
ισχύς μπαταρίας
ίσως
Ιταλία
Ιταλική μαγειρική
ιταλικός
ιτέα έχουσα ιούλους κατά το έαρ
ιτιά
ιχθυέλαιο
Ιχθύες
ιχθυοπώλης
ίχνη
ιχνηλασία
ιχνηλάτης
ίχνος
κάβα
καβάλα
καβαλάρης
καβαλάω ένα άλογο
καβάλος
καβγατζής
Κάβουρας
καβούρι
καγιάκ
καγκελάριος
κάγκελο
καγκουρώ
καγχασμός
κάδος
ΚΑΔΟΣ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ
Καζακστάν
καζάνι
καζίνο
κάηκε
καθ 'οδόν
καθαγίαση
καθαιρέθηκε
καθαρά
καθαρά κεφάλια
ΚΑΘΑΡΗ
καθαρή εικόνα
καθαρή ενέργεια
Καθαρή θέα
καθαρή φωνή
καθαρίζω
Καθαρίζω το δωμάτιό μου
καθαριότητα
καθάρισε
καθάρισμα
καθαριστής
καθαριστής αέρα
καθαριστικό
καθαρίστρια
κάθαρμα
καθαρό κέρδος
Καθαρό κεφάλι
καθαρό νερό
καθαρόαιμος
καθαρός
ΚΑΘΑΡΟΣ
καθαρος ΑΕΡΑΣ
καθαρός αέρας
καθαρότητα
κάθαρση
καθαρτήριο
καθαρτικό
καθαρώς
κάθε
καθε
κάθε βράδυ
κάθε εβδομάδα
κάθε Κυριακή
κάθε μέρα
Κάθε μέρα ξυπνάω στις 8 το πρωί
κάθε Σαββατοκύριακο
Κάθε τόσο
κάθε φορά
καθεδρικός ναός
καθεστώς
κάθετα
καθετήρας
κάθετος
καθηγητής
καθήκον
καθήκον φρουράς
καθηλώ
καθημερινά
καθημερινα ΝΕΑ
καθημερινά ρούχα
καθημερινή
καθημερινή διαβίωση
καθημερινή ζωή
κάθησε
καθησυχάζω
καθησύχαση
καθησυχαστικός
καθιερωθούν
καθιερωμένη
Καθιερωμένη πρακτική
καθιερωμένος
καθίζηση έδαφους
Κάθισε
κάθισμα μπαρ
καθισμένος
Καθίστε
καθιστικό
καθιστικός
καθιστούν διαθέσιμο
καθιστώ
καθιστώ αναίσθητο
καθιστώ ανίκανο
καθιστώ δημοφιλή
καθιστώ κοινωνικόν
καθοδηγούμαι
καθοδική ακτίνα
καθοδική πορεία
κάθοδος
καθόλη τη διάρκεια
καθολικά
καθολικά αποδεκτή
καθολικισμός
καθολικό
καθολικός
καθολικότητα
καθόλου
καθομιλουμένη
καθορίζω
καθορίζω τα όρια
καθορίσει
Καθορισμένη ημερομηνία
καθορισμένο μενού
καθορισμένος
καθοριστικά στοιχεία
καθοριστικό χαρακτηριστικό
καθοριστικός
καθοριστικός παράγοντας
καθόσον
καθρέφτης
καθυστερεί
καθυστερημένη
καθυστερημένος
καθυστέρηση
καθυστερούμενα
καθυστερούμενοι φόροι
καθυστερώ
καθώς
και
και ακόμη
Και λοιπόν?
και οι δυο μας
και ούτω καθεξής
και συγκεκριμένα
και τα δυο
και τα λοιπά
και τα λοιπά.
και τότε
καϊκι
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτομώ
καιρικές συνθήκες
Κάιρο
καιρό ειρήνης
καιρός
καιροσκοπικός
καιροσκόπος
Καίσαρας
καίω
κακάο
κακάο σε σκόνη
κακεντρεχής
κακές επιπτώσεις
Κακές συνθήκες
κακή ακρόαση
κακή αναπνοή
Κακή απόδοση
κακή γεύση
κακή διάθεση
κακή ερμηνεία
κακή εφαρμογή
κακή μέρα
κακή πληροφορία
κακή πράξη
κακή συμπεριφορά
κακή συνήθεια
Κακή υγεία
κακή υπηρεσία
κακή φήμη
κακή χρήση
previous
43
44
45
46
47
48
49
50
51
next