Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 5
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 5
αλλαγή προς το καλύτερο
αλλαγή προς το χειρότερο
αλλαγή ταχύτητας
αλλάζει
αλλάζει συνεχώς
αλλάζοντας μοτίβα
αλλάζουν γρήγορα
αλλάζω
αλλάξει δραματικά
Αλλάξτε μια στάση
αλλάσσω
αλλεπάλληλος
αλλεργία
αλλεργική αντίδραση
αλλεργικός
αλλεργιολόγος
Άλλη μια φορά
άλλη πλευρά
αλληγορία
αλληγορικός
αλληγορικώς
αλληλεγγύη
αλληλεξάρτηση
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ
αλληλεπιδρώ
αλληλοαποκλειστικά
αλληλοβοήθεια
αλληλογραφία
αλληλοσυνδέω
αλληλοσχετίζονται
αλληλοϋποστήριξη
αλληλουχία
αλλιγάτορας
αλλο
άλλο από
αλλοδαπή υπήκοος
άλλοθι
αλλόθρησκος
άλλοι άνθρωποι
αλλοίωση
αλλόκοτο θεατρικό έργο
αλλόκοτος
αλλοπαρμένος
αλλοτριοπραγμών
αλλού
αλλού-κάπου αλλού
αλλουβιακός
άλμα
άλμη
αλμπατρός
άλμπουμ
άλμπουμ συλλογής
αλμυρό νερό
Αλμυρός
αλογάκι
αλογάκι της παναγίας
άλογο
αλογόμυγα
αλογοουρά
άλογος
αλοιφή
αλοιώνω
αλουμίνιο
αλουμινόχαρτο
αλπικός
Αλσατικός
άλσος
αλσύλλιο
αλτήρας
άλτης
αλτρουϊσμός
αλτρουιστικός
αλυσίδα
αλυσίδα καταστημάτων
αλυσίδα-καπνός
αλυσιδωτή αντίδραση
αλυσοδεμένοι
άλυτος
άλφα
αλφαβητάρι
αλφαβητική σειρά
αλφαβητικός
Αλφαβητισμένο
αλφάβητο
αλφάλφα
αλχημεία
αλχημιστής
αλωνίζω
αλώνισμα
αμαθής
αμαλγάμα
άμαξα προς μίσθωση
αμαξάκι
αμαξάκι μωρού
αμαξάς
αμαξοστάσιο
αμαξοστοιχία
Αμαρικά
αμαρτία
αμαρτωλός
αμαρύλλις
αμαυρός
αμαυρώνω
άμαχο πληθυσμό
αμβλύς
αμβλύτητα
αμβλώνω
άμβλωση
αμβροσία
αμβώνας
αμέθυστος
αμειβόμενη απασχόληση
αμείλικτος
αμείωτος
αμέλεια
αμελής
αμελητέος
άμεμπτος
Αμερικάνα
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ αγγλικα
αμερικάνικη έλαφος
αμερικανισμός
Αμερικανός
Αμερική
αμέριστη προσοχή
αμερόληπτος
αμεροληψία
άμεσα διαθέσιμα
Άμεσα εμπλεκόμενοι
άμεσα συνδεδεμένη
άμεσα συνδεδεμένο
Άμεσα υπεύθυνος
Άμεσες αποδείξεις
Άμεσες επιπτώσεις
άμεσες πωλήσεις
Άμεσες συνέπειες
άμεση ανάγκη
άμεση απάντηση
άμεση δράση
Άμεση εμπειρία
άμεση εμπλοκή
άμεση ενέργεια
Άμεση επικοινωνία
άμεση οικογένεια
Άμεση παρατήρηση
άμεση πρόσβαση
Άμεση σχέση
άμεσο αντίκτυπο
άμεσο απόσπασμα
Άμεσο αποτέλεσμα
Άμεσο μέλλον
Άμεσο ρόλο
άμεσος
αμεσότητα
αμέσως
Αμέσως μετά
αμέσως προηγουμένως
αμετάβλητος
αμετάπειστος
αμετάφραστο
αμέτρητα
αμέτρητος
Αμήν
αμηχανία
αμήχανος
αμηχανών
αμίαντο
αμίλητος
άμιλλα
αμιλλώμαι
αμίμητος
Αμμάν
αμμοθύελλα
αμμόλοφος
αμμόπετρα
άμμος
αμμώδης
αμμωνία
αμμώνιο
αμνηστία
αμοιβάδα
αμοιβαία εμπιστοσύνη
αμοιβαία επωφελής
αμοιβαία κατανόηση
αμοιβαία σχέση
αμοιβαίο όφελος
αμοιβαίος
αμοιβαίος σεβασμός
αμοιβαιότητα
αμοιβαίως
αμοιβή
άμοιρος
αμολάω
αμόνι
άμορφη μάζα
άμορφος
αμόρφωτος
αμπαζούρ
αμπέλι
άμπελος
previous
1
2
3
4
5
6
7
8
9
next