Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 17
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 17
αυτός που καπνίζει σαν φουγάρο
αυτός που παθαίνει ναυτία
αυτός-τράγος
αυτοσεβασμό
αυτοσημαντικός
αυτοσυγκράτηση
Αυτοσυνειδησία
αυτοσυνείδητος
Αυτοσυντήρηση
Αυτοσυσχέτιση
αυτοσχεδιάζω
αυτοσχεδίαση
αυτοσχέδιος
αυτοτελής
αυτοφροντίδα
αυτόχθονος πληθυσμός
αυτοψία
αυχένας
αυχένιος
Αφ 'ετέρου
αφαίρεση
αφαιρέσιμος
αφαιρούμενος
αφαιρώ
αφαιρώ με απάτη
αφαιρώ την οσμή
αφαλάτωση
αφαλός
αφάνεια
αφανίζω
αφάνταστος
άφατος
Αφγανιστάν
Αφγανός
αφέλεια
αφελής
αφελώς
αφεντικό
Άφεση
αφετηρία
αφέψημα
αφή
αφήγημα
αφήγηση
αφηγητής
αφηγούμαι
αφήνουν πίσω
αφήνω
αφήνω κάτω
αφήνω στην άκρη
αφήνω στρατόπεδο
αφηρημάδα
αφηρημένα
αφηρημένη
Αφηρημένη έννοια
αφηρημένος
αφηρημένως
Αφήστε ένα μήνυμα
Αφήστε το θέμα
άφθαρτος
άφθονα
άφθονα στοιχεία
αφθονεί
Άφθονη ευκαιρία
αφθονία
άφθονο
άφθονος
αφθονώς
αφιερωμένο
αφιερωμένος
αφιερώνω
ΑΦΙΕΡΩΝΩ χρονο
αφιέρωση
αφιλοκερδής
αφιλοφρών
άφιξη
αφίσα
άφλεκτος
άφοβα
αφοδεύω
αφομοιωθεί
αφομοιώνω
αφομοίωση
αφοπλίζω
αφοπλισμός
αφορισμός
αφορολόγητα
Αφοσιωμένα
αφοσιωμένος
αφοσίωση
αφουγκράζομαι
αφράτο
αφράτος
αφρικανός
Αφρική
Αφροαμερικανός
αφρογαλακτώδης
Αφροδισιακό
Αφροδίτη
αφρόκρεμα
αφρόλουτρο
αφρόντιστος
αφρός
αφρός κυμάτων
αφρώδες κρασί
αφρώδης
αφυγραντήρας
αφυδατωμένος
αφυδάτωση
αφύλακτος
άφυλος
αφυπνίζω
αφύπνιση
αφύσικα
αφύσικος
άφωνος
Αχ
αχαλίνωτος
αχαμνά
αχανές
αχαρακτηριστικό
αχαριστία
αχάριστος
αχαρτογράφητος
αχάτης λίθος
αχιβάδα
αχινός
αχλάδι
Αχόι
αχρείος
αχρησιμοποίητος
αχρηστία
άχρηστο
άχρηστος
άχρωμος
Άχυρα
αχυρένιο στρώμα
άχυρο
αχυρώνα
αψέντι
άψητος
αψηφούν την περιγραφή
αψιά
αψίδα
αψίδα εισόδου
αψιμαχία
Άψογα
άψογος
άψυχος
άωρο
Β καροτίνη
βαβουίνος
Βαβυλών
Βαβυλωνιακός
Βαγδάτη
βαδίζω με κόπο
βάδισμα
Βάζεις στοίχημα!
βαζεκτομή
βάζο
βάζω
βάζω γκολ
βάζω ένα τέλος
βάζω μαζί
βάζω όρο
βάζω πλυντήριο
βάζω στο μυαλό μου
βαζω τιμωρια
βάζω φωτιά
βάζω φωτιά σε
βαθειά πληγή
βαθειά φωνή
βαθειά ψύξη
Βαθιά ανησυχία
Βαθιά αφοσίωση
βαθιά διχασμένοι
Βαθιά ενσωματωμένο
Βαθιά κατάθλιψη
Βαθιά κατανόηση
βαθιά κοιμισμένος
βαθιά νερά
βαθιά πληγωμένος
βαθιά ριζωμένο
βαθιά ριζωμένος
βαθιά σκέψη
βαθμιαίος
βαθμίδα
βαθμολογήθηκε
βαθμολόγηση
βαθμονόμηση
βαθμός
βαθμός αξιωματικού
βάθος
βαθούλωμα
βαθουλωμένο
βάθρο
Βαθύ συναίσθημα
βαθύ ύπνο
βαθύνω
βαθύς
previous
13
14
15
16
17
18
19
20
21
next