Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 18
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 18
βαθύς ήχος
βαθύτερα
βαθύτερη
Βαθύτερο επίπεδο
βαθύφωνος βάτραχος
βακτήρια
βαλβίδα
βάλε μια στάση
βάλε τα δυνατά σου
βαλίτσα
Βαλκανία
βαλλιστικός
Βαλλίστρα
βάλς
βαλσαμικός
βάλσαμο
βαλσαμώδης
βαλσαμώνω
βάλτος
βαλτότοπο
βαλτώδης
βαμβάκι
βάμμα
βαμμένα μαλλιά
βαν
βάναυσα
βάναυση
βάναυσος
βανδαλισμός
βάνδαλος
βανίλια
βαπόρι
βαπτίζω
βάπτισμα
Βαπτιστής
βαπτιστική
βαπτιστικός
βάραθρο
βαρβαρικός
βάρβαρος
βαρβαρότητα
βαρβιτουρικό άλας
βάρδια
βάρδος
βαρείς φόρους
βαρελάκι
βαρέλι
βαρελοποιός
βαρετό
Βαρέων βαρών
βαρέων μετάλλων
βαριά
βαριά ζημιά
βαριά καρδιά
βαριά οπλισμένοι
βαριά πίεση
βαριά τραυματισμένος
βαριά φρουρούμενο
βαρίδι
βαριέμαι
βαριές απώλειες
βάριο
βαριοπούλα
βάρκα με κουπιά
βαρκάδα
βαρκάρης
βαρκούλα
βαρόμετρο
βαρονεία
βαρονετία
βαρονέτος
βαρόνη
βάρος
βαρούλκο
Βαρσοβία
βαρύ καθήκον
βαρύ πρόγραμμα
βαρύ χέρι
βαρύ χιόνι
βαρύς
βαρύς αέρας
βαρύς καπνιστής
βαρυσήμαντος
βαρύτητα
βαρυτική
βαρυτική έλξη
βαρυτικό πεδίο
βαρύτονος
βαρώνος
βασανίζω
Βασανίστηκε
βασανιστήριο
βασανιστής
βάση
βάση δεδομένων
βασίζομαι
βασίζομαι σε
βασιζόμενος
βασικα
βασικά
Βασικά γεγονότα
βασικές αξίες
βασικές αρχές
Βασικές δεξιότητες
Βασικές πληροφορίες
Βασικές υπηρεσίες
βασική αιτία
βασική αξία
βασική αρχή
Βασική δομή
Βασική ιδέα
Βασική λειτουργία
Βασική προϋπόθεση
Βασική πτυχή
Βασική τεχνική
βασική υπόθεση
Βασικό δικαίωμα
Βασικό ζήτημα
βασικό σημείο
Βασικό στοιχείο
βασικό συστατικό
βασικός
ΒΑΣΙΚΟΣ παραγοντας
βασικός στόχος
βασικός τόνος
ΒΑΣΙΚΟΣ τραγουδιστης
βασιλεία
Βασίλειο
Βασιλιάς
βασιλική
βασιλική οικογένεια
βασιλικός
βασίλισσα
βασιλόφρων
βάσιμος λόγος
Βάσκος
βάτ
Βατικάνο
βατόμουρο
βάτος
βατραχάνθρωπος
βατράχιο
βάτραχος
βατσέλι
βαυάρος
βαφέας
βαφή
βαφή μέταλλου
βαφτίζω
Βαφτίστηκε
βαφτιστικό όνομα
βαφω ΜΑΛΛΙΑ
Βγάζει νόημα
βγάζω
βγάζω κέρδος
βγάζω λεφτά
βγάζω στη φόρα
βγάζω τα προς το ζήν
βγάζω τα προς το ζην
βγάζω φωτογραφίες
βγαίνω έξω
βγαίνω ραντεβού
βγάλε έξω τα σκουπίδια
βγάλτε τα προς το ζην
βγείτε εκτός λειτουργίας
βγες έξω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυρός
βέβαιος
βεβαιότητα
βεβαιώ
βεβαιωμένος
βέβηλος
βεβηλώθηκε
βεβηλώνω
βεβήλωση
Βεγγάλη
Βεδουΐνος
βεζίρης
βελάζω
βελάκια
βελανίδι
βέλασμα
βελγικός
Βέλγιο
βέλη
Βελιγράδιο
βέλο
βελόνα
βελονάκι
βελόνες
βελονιά
βελονισμός
Βελονιστής
βέλος
βελουδένιος
βελούδο
Βελτιστοποίηση
βελτιστοποίηση της
previous
14
15
16
17
18
19
20
21
22
next