Afrikaans
Arabic
Basque
Bengali
Bulgarian
Catalan
Chinese Traditional
Czech
Danish
Dutch
English
Filipino
Finnish
French
Galician
German
Greek
Gujarati
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Kannada
Korean
Latvian
Lithuanian
Malay
Malayalam
Marathi
Norwegian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Spanish
Swedish
Tamil
Telugu
Thai
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Home
About
Contact Us
Home
>
How to Pronounce Greek Words
>
Page 51
Browse Greek Words in our Pronunciation Dictionary. Page 51
Καταλανικά
καταλήγω
καταληγω σε ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
κατάληξη
καταλήξουμε σε μια απόφαση
καταληπτός
καταληπτώς
Κατάλληλα
Κατάλληλα δεδομένα
Κατάλληλες συνθήκες
Κατάλληλη γλώσσα
Κατάλληλη δράση
Κατάλληλη θεραπεία
Κατάλληλη μορφή
κατάλληλη στιγμή
Κατάλληλη συμπεριφορά
Κατάλληλο επίπεδο
κατάλληλο όνομα
κατάλληλο τρόπο
κατάλληλος
καταλληλότητα
κατάλογος
κατάλογος ονομάτων
Καταλονία
κατάλυμα
καταλύτης
καταναγκασμός
καταναλώνοντας
καταναλώνω
κατανάλωση
κατανάλωση ενέργειας
καταναλώσιμος
καταναλωτής
καταναλωτική
καταναλωτική ζήτηση
κατανέμω
κατανόηση
κατανοητό
κατανοητός
κατανομή
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ
κατανοώ
κατάξηρος
καταξιωμένος
καταπακτή
καταπατημένος
καταπάτηση
καταπατώ
καταπατώντας
κατάπαυση του πυρός
καταπέλτης
κατάπιε
καταπιέζω
καταπιεί
καταπίεση
καταπιεσμένοι
καταπιεστής
καταπιεστικός
καταπίνω
καταπληκτικά
καταπληκτικός
κατάπληξη
καταπλήσσω
κατάπνιξη
Καταπολέμηση της διαφθοράς
καταπόνηση των ματιών
καταπραϋντικό
καταπραΰνω
κατάπτωση
Κατάρ
κατάρα
καταραμένος
καταργήθηκε
κατάργηση
κατάργηση εθνικοποίησης
καταργητής
καταργώ
καταρράκτη νερό
καταρράκτης
κατάρρευση
ΚΑΤΑΡΡΕΩ
καταρρέω
καταρροή
κατάρτι
καταρχήν
Κατασκευάζονται
κατασκευάζοντας
κατασκευάζω
κατασκευάσει
κατασκεύασμα
κατασκευασμένο
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστικός τομέας
κατασκευή
κατασκηνών
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκοπεία
κατάσκοπος
κατασταλτικός
κατάσταση
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση μισθοδοσίας
Κατάσταση μυαλού
καταστέλλω
κατάστημα
κατάστημα αναμνηστικών ειδών
κατάστημα δώρων
κατάστημα κατοικίδιων ζώων
Κατάστημα υλικού
Καταστολή
καταστρατήγηση
καταστρατηγώ
καταστράφηκε από
καταστρεπτικός
καταστρέφω
καταστροφή
καταστροφικά
καταστροφικό αποτέλεσμα
καταστροφικός
κατάστρωμα
κατάστρωμα οδού
καταστρώματος
κατασχεθείσα περιουσία
κατασχέθηκαν
κατάσχεση
κατάσχεση περιουσίας
κατάσχω
κατατάσσω
κατατροπώνω
καταυλίζω
καταφατικός
καταφέρνω
καταφερτζής
καταφύγιο
καταφύγιο λεωφορείων
κατάφωρη παραβίαση
καταχθόνιος
κατάχλωμος
κατάχρηση
κατάχρηση εξουσίας
Κατάχρηση ναρκωτικών
κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών
κατάχρηση ουσιών
Καταχρηστικά
καταχρώμαι
καταχτώ ένα στόχο
καταχώριση
καταψηφίζω
καταψύκτης
κατεβαίνω
Κατεβάστε
κατεδαφίζω
κατεδάφιση
κατεδάφιστος
κατειλημμένος
κατενθουσιασμένος
κατεπειρώ
κατεργάρης
κατεστραμμένο
κατευθείαν
κατεύθυνση
Κατευθυντήρια αρχή
Κατευθυντήρια γραμμή
κατευνάζω
κατέχει θέση
κατεχόμενα εδάφη
κατεχόμενος
κατέχω
κατεψυγμένο
κατεψυγμένων τροφίμων
κατηγορηματικός
κατηγορητήριο
κατηγορία
κατηγοριοποιούνται
κατήγορος
κατηγορούμενο
κατηγορούμενος
κατηγορώ
Κατηγορώντας
κατήφεια
κατηφής
κατηφορικός
κατήχηση
κάτι
κατισχύω
κατιφές
Κατμαντού
κατοικημένη
κατοικημένη περιοχή
κατοικήσιμος
κατοικητικός
κατοικία
κατοικίδιο ζώο
Κάτοικος
Κάτοικος δύσης
κάτοικος καλύβης
κάτοικος του βορρά
κάτοικος του νότου
previous
47
48
49
50
51
52
53
54
55
next